- ματέρα
- μᾱτέρα , μήτηρmotherfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
βασιλικάτα — (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 607.853 κάτ. το 1999) της Ν Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας, της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται δυτικά από την Τυρρηνική Θάλασσα και ανατολικά από το Ιόνιο. Το αρχαίο της όνομα ήταν Λουκανία … Dictionary of Greek
κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… … Dictionary of Greek
Αλταμούρα — Πόλη (57.874 κάτ.) της επαρχίας Μπάρι της Ιταλίας. Βρίσκεται κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τη Σπινάτσολα με την Τζόγια ντελ Κόε και τη Ματέρα με το Μπάρι. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει o καθεδρικός ναός που ιδρύθηκε από τον Φρειδερίκο … Dictionary of Greek
Στιλιάνι, Τομάτσο — (Stigliani). Ιταλός ποιητής και κριτικός (Ματέρα 1573 – Ρώμη 1651). Από φτωχότατη οικογένεια πήγε στη Νάπολη, όπου γνωρίστηκε με τον Μαρίνο κι ύστερα στο Μιλάνο που δημοσίευσε το βουκολικό ποίημα Πολύφημος (1600) και στη Βενετία το ποίημα Στροφές … Dictionary of Greek